λυκοσκυτάλιον

λυκοσκυτάλιον
λῠκο-σκῠτάλιον [ᾰ], τό,
A = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, ib.4.149.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυκοσκυτάλιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκοσκυτάλιον — λυκοστυτάλιον, τὸ (Α) το φυτό σησαμοειδές το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σκυτάλιον, υποκορ. τού σκυτάλη «ράβδος»] …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”